οστέωση

οστέωση
η (Μ ὀστέωσις και ὄστωσις)
ο σχηματισμός τών οστών
νεοελλ.
1. (ιστολ.) σύνολο ιστικών και βιοχημικών διεργασιών που καταλήγουν, με την καθίζηση αλάτων ασβεστίου, στην παραγωγή οστίτη ιστού, που αποτελεί ένα από τα στάδια τού σχηματισμού τών οστών, αλλ. οστεοποίηση
2. φρ. «ζώνη οστεώσεως»
(ιστολ.) ειδική ζώνη μεταξύ διαφύσεως και επιφύσεων ενός αναπτυσσόμενου χονδρογενούς οστού την οποία αποτελεί ο συζευκτικός ή αυξητικός χόνδρος, που έχει έντονη οστεοποιητική λειτουργία
μσν.
οστέϊνη φύση («ὀστοῡν δὲ ἱερόν... διὰ τὸ μεγαλεῑον τῆς ὀστεώσεως ὄνομα σχεῑν οὕτω δοξάζουσι», Ευστ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + κατάλ. -ωσις μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *ὀστεῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γιγαντισμός — Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία ένα άτομο έχει ανάστημα πολύ ψηλότερο από το κανονικό, που συνοδεύεται και από ανάλογη αύξηση στα διάφορα όργανα του σώματος. Η αιτία της πάθησης βρίσκεται σε λειτουργική διαταραχή της υπόφυσης η οποία παράγει …   Dictionary of Greek

  • δυσχονδροπλαστία — η παθολογική διαταραχή στον σχηματισμό τών χόνδρων στην οστέωση …   Dictionary of Greek

  • ενδοχόνδριος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στους χόνδρους 2. φρ. «ενδοχόνδριο οστό» οστέινη ουσία που παράγεται από τον πυρήνα τής διαφύσεως τού οστού με ενδοχόνδρια οστέωση …   Dictionary of Greek

  • θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • οστεοπλασία — η ανατ. η οστέωση …   Dictionary of Greek

  • οστεοποίηση — η ιατρ. η οστέωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. ὀστεοποίησις, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • οστεοφυΐα — η ανατ. η οστέωση ή οστεοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + φυΐα (< φυής < φύω, φύομαι), πρβλ. τριχο φυΐα. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • οστεωτικός — ή, ό [οστέωση] (ιστολ.) αυτός που συντελεί ή χρησιμεύει στη διαδικασία τής οστέωσης …   Dictionary of Greek

  • παραθυρεοειδεκτομή — η ιατρ. η αφαίρεση τών παραθυρεοειδών αδένων, συνήθως τής μιας πλευράς, σε περίπτωση όγκου τους ή ορισμένων διαταραχών τού μεταβολισμού τού ασβεστίου, ὅπως εἶναι η ινοκυστική οστέωση τού Ρέκλινγκχαουζεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”